λαρυγγολογία

λαρυγγολογία
η
1. η ανατομία, η φυσιολογία και η παθολογία τού λάρυγγα
2. σύγγραμμα που ασχολείται με τον λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. laryngologie < γαλλ. laryng- (< λάρυγξ) + -logie (< -λογία < -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαρυγγολογία — η ο κλάδος της ιατρικής που μελετάει τις παθήσεις του λάρυγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγολογικός — ή, ό σχετικός με τη λαρυγγολογία. επίρρ... λαρυγγολογικώς και ά από λαρυγγολογική άποψη …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγολόγος — ο 1. αυτός που ασχολείται με τη λαρυγγολογία 2. γιατρός ειδικός για τις παθήσεις τού λάρυγγα …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαρυγγολογία: Υποβλήθηκε σε λαρυγγολογική εξέταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”